ψευδομάχη

ψευδομάχη
η воен, учебный бой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ψευδομάχη" в других словарях:

  • ψευδομάχη — η, ΝΜ νεοελλ. στρ. εικονική μάχη σε στρατιωτικά γυμνάσια μσν. ψεύτικη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μάχη] …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκοφόρος — ναρθηκοφόρος, ον (Α) 1. (γενικά) αυτός που έφερε ράβδο από νάρθηκα και ιδίως αυτός που κατά τα όργια τού Βάκχου κρατούσε νάρθηκα ή θύρσο, ο θυρσοφόρος 2. προσωνυμία τού θεού Διονύσου 3. αυτός που φέρει ράβδο, ραβδούχος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»